- προβάρω
- (από λ. ιταλ.), κάνω δοκιμή, δοκιμάζω: Περάστε στο θάλαμο να προβάρετε το φόρεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προβάρω — προβάρω, πρόβαρα και προβάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προβάρω — Ν 1. κάνω πρόβα, δοκιμάζω («πρόβαρα το πανταλόνι να δω αν μού κάνει») 2. ναυτ. πλευρίζω σε προκυμαία ή σε άλλο πλοίο, παραβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. provare (βλ. λ. πρόβα)] … Dictionary of Greek
προβάρισμα — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προβάρω, το να κάνει κάποιος πρόβα 2. ναυτ. η παραβολή, το πλεύρισμα πλοίου σε προβλήτα ή σε άλλο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek